- αρμίδι
- και αρμίθι, τοαλιευτικό σύνεργο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορμίδιον (υποκορ. του ορμιά) με προληπτική ανομοίωση του ο- σε α-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρμίδι — το αλιευτικό όργανο απλό· αποτελείται από αγγίστρι δεμένο στην άκρη γερής κλωστής, ορμιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
αγκίστρι — Μικρός μεταλλικός γάντζος, συνήθως από ατσάλι, που, εφοδιασμένος με δόλωμα, χρησιμοποιείται για ψάρεμα. Έχει μια ή περισσότερες ακίδες (κεντρίδες) και από το άλλο άκρο του, που μπορεί να είναι πεπλατυσμένο ή να έχει δακτύλιο, είναι δεμένο στην… … Dictionary of Greek
ορμίδι — και ορμίδιο ή αρμίδι, το 1. η ορμιά 2. ναυτ. τεμάχιο λεπτού και πολύ ελαφρού σχοινιού που το άκρο του εκτοξεύεται από το πλοίο στην ξηρά κατά τον χειρισμό πρόσδεσης με το κανονικό σχοινί, με το παλαμάρι 3. η ορμόνη 4. καλλωπιστικό ορχεοειδές φυτό … Dictionary of Greek
ορμιά — και ορμία, η (Α ὁρμιά και ὁρμεία) [όρμος (Ι)] λεπτό νήμα κατάλληλο για την πρόσδεση τών αγκίστρων τών διαφόρων αλιευτικών οργάνων, το αρμίδι ή ορμίδι νεοελλ. αλιευτικό όργανο κατασκευασμένο από λεπτό νήμα … Dictionary of Greek